- βρεχτούρα
- η [βρεχτός]1. το ραντιστήρι του αγιασμού2. ο βρέχτης των σιδηρουργών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρεχτούρα — η το ραντιστήρι: Παλιά ράντιζαν τα ρούχα για σιδέρωμα με τη βρεχτούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)